- ἀνίσχειν
- ἀνά-ἴσχωkeep backpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προγελώ — άω, Α 1. γελώ προηγουμένως 2. μτφ. (για τη χαραυγή) αρχίζω να προβάλλω, προβαίνω γλυκά («ἡ ἡμέρα προγελᾷ πρὸς βαθὺν ὄρθρον, μέλλοντος ἀνίσχειν ἡλίου», Φίλ.) … Dictionary of Greek